Ρένα Κλαμπατσέα
Αναδημοσίευση από http://oikotrives.gr/, 31 Μαρτίου 2013
Ο ορυκτός πλούτος θεωρήθηκε στο παρελθόν και
συνεχίζει έως σήµερα –σε πολλές περιπτώσεις– να θεωρείται «προνόµιο» και
«ευλογία» ενός τόπου. Σύγχρονες τοπικές κοινωνίες συχνά διαφοροποιούνται,
προβάλλοντας σειρά λόγων – κυρίως περιβαλλοντικών. Η τοπικότητα σε αντίστιξη µε
την εθνική εµβέλεια και την παγκόσµια αγορά επαναπροσδιορίζεται υπό το πρίσµα
της διαχείρισης των φυσικών πόρων και εν γένει του φυσικού περιβάλλοντος αλλά
και της αξιοποίησης των ανθρώπινων πόρων. Η «ανωριµότητα» των τοπικών κοινωνιών
και η «όψιµη» σωτηρία «εκ των άνω» ή «εκ των έξω» αναδεικνύονται όλο και
συχνότερα σε βασικά επιχειρήµατα, συνηγορώντας αντιστοίχως στις διαφορετικές
απόψεις του τρόπου διαχείρισης / αξιοποίησης / εκµετάλλευσης του ορυκτού
πλούτου των περιοχών αυτών. Η «αναπτυξιακή» προοπτική τέτοιων περιοχών µοιάζει
να αντιστρατεύεται στη διατήρηση των τοπικών χαρακτηριστικών τους, της
διαµορφωµένης «ταυτότητάς τους», επικαλούµενη το εθνικό συµφέρον.
Συχνά αναδύονται «αναπτυξιακά» διλήµµατα
εγκλωβισµένα σε ένα φάσµα «αντίπαλων» εναλλακτικών προτάσεων που κινούνται
µεταξύ της «σωτήριας οικονοµικά επένδυσης για εξορυκτικές δραστηριότητες» που
εξασφαλίζει θέσεις εργασίας και της προστασίας των φυσικών πόρων, του τοπίου
και των λοιπών χαρακτηριστικών της περιοχής σχετικού επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Μέθοδοι και τεχνικές αξιολόγησης της επικρατέστερης πρότασης επιστρατεύονται
για να αποδείξουν το «σωτήριο» ή το «καταστροφικό» αποτέλεσµα του σχετικού
εγχειρήµατος. Ο ισχύων και ο υπό µεταρρύθµιση χωρικός σχεδιασµός φαίνεται ότι
προτάσσει την «επιχειρηµατική» διάσταση του θέµατος. Οι θεσµοθετηµένες
διαδικασίες fast track για την «επιτάχυνση και διαφάνεια υλοποίησης στρατηγικών
επενδύσεων» λειτουργούν στην κατεύθυνση της παράκαµψης εµποδίων περιβαλλοντικού
και κοινωνικού χαρακτήρα που αναδεικνύουν συχνά πρωτοβουλίες και
συλλογικότητες.
Ο ορυκτός
πλούτος ως εφήµερο τοπικό προνόµιο
Το «προνόµιο» περιοχών υπό την έννοια της ύπαρξης
ενός φυσικού πόρου δυνάµει αξιοποιήσιµου/εκµεταλλεύσιµου, έχει απασχολήσει επί
δεκαετίες το διάλογο περί «ανάπτυξης» σε διεθνές επίπεδο, από τα βρετανικά
ανθρακωρυχεία του ’60, έως το πόνηµα του Δ. Μπάτση, από το Λαύριο και το
Μαντούδι του ’80 έως τη σύγχρονη Rosia Montana, την Γκιώνα, την Οίτη και τη
Χαλκιδική. Η µονοδιάστατη εξάρτηση από την εξορυκτική δραστηριότητα και τον
τοπικό πόρο-«προνόµιο» έχει καταλήξει, σε πολλές περιπτώσεις, σε τροχοπέδη µιας
βιώσιµης και κοινωνικά δίκαιης αναπτυξιακής προοπτικής τέτοιων «ευλογηµένων»
τόπων. Το αρχικό «προνόµιο» / τοπικό συγκριτικό πλεονέκτηµα µετατράπηκε σε
καταλυτικό µοχλό «αναπτυξιακής παθογένειας» περιοχών, ειδικά δε στις
περιπτώσεις που η εξορυκτική δραστηριότητα απορρόφησε µεγάλο τµήµα του
δυναµικού των λοιπών παραγωγικών ασχολιών. Η χαρακτηριστική περίπτωση του
Μαντουδίου µε ποσοστό ανεργίας άνω του 70% το 2000 µετά την παύση εξόρυξης του
λευκολίθου, συνηγορεί στις δραµατικές συνέπειες που προκύπτουν από την
εξασφάλιση προσωρινών θέσεων εργασίας που µακροπρόθεσµα όµως, όπως έχει
αποδειχθεί, λειτουργούν ανασταλτικά στη δηµιουργία µονιµότερων και
περισσότερων, υποθηκεύοντας την οποιαδήποτε κοινωνική απόδοση από την
αξιοποίηση των φυσικών πόρων.